- επιπάλλω
- ἐπιπάλλω (Α) [πάλλω]1. κραδαίνω, πάλλω, τινάζω εναντίον κάποιου ή προς το μέρος του («βέλη ‘πιπάλλων Ἄρης», Αισχύλ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπέπηλενἐκλήρωσεν».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπέπαλλεν — ἐπιπάλλω brandish at imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέπηλεν — ἐπιπάλλω brandish at aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πιπάλλων — ἐπιπάλλων , ἐπιπάλλω brandish at pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπαλαι — ἐπίπᾱλαι , ἐπιπάλλω brandish at aor imperat mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)